Ο Άγιος Βησσαρίωνας
Σημείο Θεού – Bησσαρίων ο Αγαθωνίτης
Σημείο διαφωνιών και αντικρούσεων αποτέλεσε ο Γέροντας Βησσαρίων ο Αγαθωνίτης († 22 Ιανουαρίου 1991), του οποίου το σκήνωμα βρέθηκε άφθαρτο κατά την ανακομιδή του λειψάνου του, δεκαπέντε χρόνια μετά την κοίμησή του. Ο καθηγούμενος της Ι. Μ. Αγάθωνος, ο οποίος γνώριζε από τα μαθητικά του χρόνια τον Γέροντα Βησσαρίωνα καταθέτει την μαρτυρία του για την προσωπικότητα του Γέροντα.
του Αρχιμ. Δαμασκηνού Ζαχαράκη
Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Αγάθωνος
Τον π. Βησσαρίωνα γνώριζα από τα μαθητικά μου χρόνια και από τότε ήταν ο πνευματικός μου. Αργότερα τον έζησα στην διάρκεια είκοσι ολόκληρων χρόνων πνευματικής σπουδής στην Μονή Αγάθωνος. Στα χέρια του πλαστουργήθηκε η μοναχική μου συνείδηση. Βρισκόμουν παράλληλα και στα χέρια του γέροντα Γερμανού Δημάκου, προηγουμένου της Μονής Αγάθωνος, την οποία ως ηγούμενος διακόνησε πενήντα ένα χρόνια – μία άλλη σπουδαία πνευματική και μοναστική προσωπικότητα της Εκκλησίας μας. Κι ακόμα μνημονεύω έναν απλό παππούλη, τον … γερο-Ιερεμία, πού κι εκείνος με βοήθησε πνευματικά και μου πρόσφερε πολλά με την μειλίχια και πρόσχαρη στοργή του. Σε αυτούς τους τρεις Γέροντες οφείλω την εις Χριστόν παιδαγωγία μου στα νάματα του αυθεντικού ορθοδόξου μοναχισμού. Μιλώντας, λοιπόν, για τον π. Βησσαρίωνα, μετά λόγου γνώσεως και σεβασμού μιλώ.
Τα πρώτα του γράμματα ο π. Βησσαρίων τα έμαθε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Πεταλίδι Μεσσηνίας. Ανώτερες σπουδές του ήταν το Σχολαρχείο· βλέπετε, την εποχή εκείνη ήταν δύσκολα τα πράγματα. Όμως δεν περιορίστηκε μόνον στις γνώσεις του Σχολαρχείου. Η συνεχής μελέτη των ιερών βιβλίων, των κειμένων της Εκκλησίας μας, των βιβλίων του αναλογίου, είχαν κάνει τον π. Βησσαρίωνα άνθρωπο ευρύτατα και βαθύτατα μορφωμένο θεολογικά.
Στην Καρδίτσα αφοσιώθηκε στο έργο της διακονίας του Κυρίου μας· έτρεχε στις ανάγκες του κόσμου· εκεί ασκήθηκε στο έργο της φιλανθρωπίας, το αγάπησε, το έκανε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του και μέσα σ’ αυτό το έργο ανάλωσε όλη τη ζωή του, σε σημείο πού ευρισκόμενος στο Νοσοκομείο «Σωτηρία», λίγο πριν πεθάνει, να ρωτάει απ’ το κρεββάτι του πόνου με ακαταπόνητη έγνοια για τα παιδιά, για τους φτωχούς, για τα πράγματα της κοινωνίας και της Εκκλησίας.
Ανέλαβε πολλές, διάφορες και δύσκολες αποστολές· έπαιξε σημαντικό ρόλο στην γερμανική Κατοχή· ενώ αναφέρεται ότι βοήθησε πολλούς πατριώτες κι έσωσε με προσωπικές παρεμβάσεις του παιδιά πού είχαν συλλάβει οι Γερμανοί.
Μετά την Απελευθέρωση και τον Εμφύλιο, ο π. Βησσαρίων έφυγε από την Καρδίτσα. Ήδη αρχιμανδρίτης με πολύχρονη ασκητική βιοτή και πλούσιο πνευματικό και κοινωνικό έργο, ήρθε στη Μονή Αγάθωνος μετά το 1955, επηρεασμένος από τον επίσης πελοποννήσιο π. Γερμανό, πού καταγόταν από το Αγριδάκι Γορτυνίας. Φαίνεται πώς ήταν από τον Θεό ευλογημένη η Μονή Αγάθωνος να τον δεχτεί στην αγκαλιά της· όσο ζούσε ο γέροντας Γερμανός, καυχιόταν πώς στις τάξεις του μοναστηριού του προσμετρούσε τον π. Βησσαρίωνα, αυτόν τον ασκητικό και πνευματικό άνθρωπο. Σήμερα, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, φαίνεται η μεγάλη τιμή και καταξίωση πού επιφύλαξε ο δωρεοδότης Κύριός μας και ακριβοδίκαιος Πατέρας μας στο άξιο τέκνο του, να το συμπεριλάβει και να το κατατάξει στη χορεία των Αγίων του· γεγονός το οποίο εμείς πού τον αγαπούσαμε και τον σεβόμασταν, πιστεύαμε ότι θα συμβεί…
Στην υπηρεσία του «πλησίον»
Εδώ ανέλαβε να διακονεί τον πνευματικό τομέα του μοναστηριού. Είχε εσωτερική υπηρεσία μέσα στο μοναστήρι, αλλά είχε και εξωτερική υπηρεσία στον κόσμο. Τον περισσότερο καιρό τον περνούσε μέσα στο μοναστήρι. Τη Δευτέρα και την Τρίτη απαρέγκλιτα πήγαινε στα νοσοκομεία της Λαμίας, έβλεπε τους ασθενείς, τους παρηγορούσε και τους εξομολογούσε. Είμαι βέβαιος ότι η χαρισματική προσωπικότητά του, η αγάπη του για τον άνθρωπο και ο γλυκύς και απλός τρόπος του … σίγουρα κατάφερναν να ετοιμάζουν εκείνες τις πονεμένες ψυχές· και όσοι έφευγαν για τον ουρανό, έφευγαν με το «εισιτήριο» στο χέρι για τον Παράδεισο. Τον άλλο καιρό καθόταν εδώ στο μοναστήρι, σαν λαμπάδα αναμμένη μπροστά στην εκκλησία· καλοδεχόταν με το ευπροσήγορο χαμόγελό του τον κόσμο· και γνώριζε τους περισσότερους με το όνομά τους, αλλά και τις ανάγκες τους και τα προβλήματά τους.
Πολλές φορές τον έβλεπα να φτιάχνει καφέδες και να τους πηγαίνει μόνος του στους προσκυνητές κι επισκέπτες. Τί τους έλεγε εκεί μυστικά, ο Θεός ξέρει και αυτοί πού τον άκουγαν. Ένα είναι σίγουρο, ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι έρχονταν φορτωμένοι με πόνο και βάσανα και άγχος, αλλά έφευγαν ανακουφισμένοι από τον γέροντα. Πολλούς από αυτούς τους βοηθούσε και οικονομικά. Τον π. Βησσαρίωνα τον εμπιστεύονταν πολλοί άνθρωποι και του έφερναν πράγματα και χρήματα κι ο παππούλης με την διάκριση πού τον χαρακτήριζε τα διέθετε στη φτώχεια, στην ανακούφιση των αναγκεμένων. Ήξερε τί συμβαίνει σε κάθε σπίτι μέσα στη Φθιώτιδα. Δεν τον ενδιέφεραν τα σαλόνια και τα ψηλά σκαλοπάτια· ήταν ο παπάς, ο καλόγερος, ο άγιος των πτωχών. Τίποτε άλλο δεν συγκινούσε την ψυχή του περισσότερο από τη φτώχεια, πού η διακονία της τον ανάπαυε.
«Παιδί μου, έξω οι άνθρωποι είναι φτωχοί, έξω πεινάνε, πρέπει να τους βοηθήσουμε», μου έλεγε. Κάθε Σαρακοστή έφευγε από το μοναστήρι με την ευχή του γέροντα Γερμανού κι έφτανε από τη μίαν άκρη του Νομού Φθιώτιδας στην άλλη. Δεν θα φανεί υπερβολικό αν πώ ότι πήγαινε σε όλα τα σπίτια του χωριού πού επισκεπτόταν. Κι όλοι δέχονταν με περισσή χαρά τον π. Βησσαρίωνα· κανένας δεν του έκλεινε την πόρτα. Πολλές φορές κοιμόταν και στα σπίτια τους. Και σήμερα οι άνθρωποι αυτοί, καθώς ακούν τα θαυμαστά πού συμβαίνουν στον άγιο γέροντά μας, έρχονται και ομολογούν ότι κάποτε κοιμήθηκε στο σπίτι τους, κι αυτό το θεωρούν μεγάλη ευλογία.
«Ξέρετε, πάτερ, έχουμε φωτογραφία στο σπίτι μας τον π. Βησσαρίωνα. Αυτός μεγάλωσε τα παιδιά μου, αυτός τα συγκράτησε στον δρόμο του Χριστού», μου λέγει ο ένας.
«Αν έχω παιδιά να στέκουν κάπως σωστά και όμορφα μέσα στην κοινωνία, το χρωστάω στον π. Βησσαρίωνα», μου λέγει ο άλλος.
Και δεν είναι ένας και δύο εκείνοι πού μου τα λέγουν αυτά, είναι πολλοί, πάρα πολλοί. Η περιοδεία του περιελάμβανε κατ’ αρχήν την εξομολόγηση, για την οποία με αδημονία τον ανέμεναν. Είχαν πάει κι άλλοι πνευματικοί στα χωριά τους, μα ο κόσμος δεν ανταποκρινόταν· κι εκείνοι κατηγορούσαν για αδιαφορία τους χωριανούς ή τον παπά, ότι δήθεν δεν τους προετοίμαζε σωστά. Η προσωπικότητα του π. Βησσαρίωνα ήταν σαγηνευτική. Όλοι τον εμπιστεύονταν και όλοι τον περίμεναν.
Χαρισματικός εξομολόγος
Όταν λειτουργούσε ο π. Βησσαρίων, έλαμπε ολόκληρος, καθώς τελούσε τη Θεία Λειτουργία με όλο τον σεβασμό και όλη την ιεροπρέπεια πού αρμόζει. Παρ’ ότι δεν μπορούσε να μιλήσει καλά -ύστερα από ένα περιστατικό με τους Γερμανούς η φωνή του ήταν φθίνουσα- δεν παραιτήθηκε από το Άγιο Θυσιαστήριο. Έλεγε πώς «ό δέ έχω (Κύριε) τούτο Σοί δίδωμι» (Πρ. γ΄, 6). Κι έδωκε πολλά στον Κύριο, περισσότερα απ’ όσα μπορούσε.
Με συμβουλές πού η Θεία Χάρις παραχωρούσε στην προσευχή του, με εμπνευσμένη κατήχηση, με μυστική εξομολόγηση, φιλοτεχνούσε το έργο του ο λειτουργός του Θεού· και δεν θα ήταν άστοχο να τον χαρακτηρίσω … Μέγα Εξομολόγο. Τον έβλεπαν οι άνθρωποι ευπροσήγορο, απλό, ταπεινό, με την αδύναμη φωνούλα του· ήταν συμπαθητικός κι αυτό προσήλκυε τους πιστούς, τους έφερνε κοντά του. Εκείνος γνώριζε αυτό το χάρισμά του και το «εκμεταλλευόταν», για την ωφέλειά τους. Πολλά παιδάκια, ακούγοντας τη φωνή του, πήγαιναν από περιέργεια κοντά του. Έκεινος άνοιγε την αγκαλιά του, τα χάϊδευε στο κεφαλάκι τους και αυτά αμέσως ηρεμούσαν και ημέρευαν κοντά του· γίνονταν φίλοι μαζί του.
Ο π. Βησσαρίων ήταν και ο «κουβαλητής» του μοναστηριού. Έβγαινε με την εικόνα της Παναγίας στα χωριά, όπως συνήθιζαν εκείνα τα χρόνια, όπου με λαχτάρα την περίμεναν στους δρόμους οι πιστοί· τελούσαν ακολουθίες, ο παππούλης τους εξομολογούσε, τους μιλούσε με λόγους πνευματικούς και οικοδομητικούς κι εκείνοι του έδιναν ευλογίες από τα προϊόντα τους. Ο π. Βησσαρίων τα μοίραζε σε δύο «σακκιά». Ένα σακκί έφερνε στο μοναστήρι για τις ανάγκες του, καθώς τότε λειτουργούσε εδώ η Γεωργοτεχνική Σχολή και η Μονή φιλοξενούσε 82 άπορα παιδιά. Ό,τι περιείχε το άλλο σακκί τα μοίραζε απ’ ευθείας στους φτωχούς. Γνώριζε ποιές ήταν οι ανάγκες κάθε οικογένειας και σε τί, και αναλόγως έκανε την διανομή.
Έτσι πέρασε τη ζωή του ο π. Βησσαρίων. Νουθετώντας, συμβουλεύοντας, διακονώντας με παντοειδείς τρόπους το ποίμνιο του Θεού. Ήταν ο καλός ποιμήν! Ο ποιμήν πού όντως θυσίασε την ζωή του υπέρ των προβάτων. Ο π. Βησσαρίων έτρεχε για το απολωλός πρόβατο. Έφτανε μ’ ένα τηλεφώνημα να του πούν ότι μία γυναίκα στον Δομοκό είναι άσχημα κι ότι μπορεί να πεθάνει και ζητά να εξομολογηθεί. Ανευ άλλης συζητήσεως σηκωνόταν, έπαιρνε μία τσάντα πού είχε, έβγαινε πάνω στον δρόμο, έκανε ωτοστόπ και πήγαινε! Πόσοι δεν έχουν δεί τον γέροντα στους δρόμους να περπατάει με μία τσάντα μέσα στο λιοπύρι, στο κρύο και στη βροχή. Έπαιρνε ως ιερέας μισθό και ποτέ μισθό δεν κρατούσε στα χέρια του! Αμέσως τον μοίραζε. Τον μοίραζε όλον, ούτε για τα εισιτήριά του δεν κρατούσε.
Ερχόταν στο Εκκλησιαστικό Λύκειο της Λαμίας, όταν εγώ ήμουν εκεί μαθητής και όπου τον πρωτογνώρισα, και εξομολογούσε τα παιδιά. Αυτός ήταν ο πρώτος μας πνευματικός. Είχα την ευλογία και την τύχη να είναι ο πνευματικός μου. Εξομολογούσε τα παιδιά και στο τέλος πάντοτε «κάτι» τους έβαζε στο χέρι. Ξέρετε, πολλά παιδιά πήγαιναν να εξομολογηθούν για να πάρουν το χαρτζιλίκι. Ο παππούλης το γνώριζε αυτό, αλλά σιγά-σιγά τα παιδιά «γλυκαίνονταν» και στην εξομολόγηση. Έτσι έγινε απαραίτητη η εξομολόγηση στη ζωή τους. «Το τερπνόν μετά του ωφελίμου».
Αυτοί πού δεν τον γνώριζαν δεν μπορούν να συλλάβουν το μέγεθος του ανδρός!… Ας μην τους παρεξηγούμε. Δίκιο έχουν· δεν μπορούν να καταλάβουν ότι μία ψυχή θυσίασε τον εαυτό της στον άνθρωπο, αφιερώνοντάς την στον Θεό. Πηγαίνετε στα γύρω χωριά και ρωτήστε τον κόσμο να σάς πεί εάν λέγω διαφορετικά τα πράγματα απ’ ό,τι συνέβησαν· να δείτε ότι δεν θα βρεθεί κάποιος, ούτε ένας, να σάς πεί ότι δεν ήταν άγιος άνθρωπος ο π. Βησσαρίων. Κι αυτά σήμερα, εν έτει 2006. Σε μία κοινωνία πού παραπαίει, ο π. Βησσαρίων αγίασε. Ο φιλεύσπλαγχνος Πατέρας μας στέλνει πάντα ό,τι χρειαζόμαστε, την ώρα πού το χρειαζόμαστε. Θαυμαστά είναι τα έργα Σου Κύριε!…
Τί να σάς πώ, μεγάλη μορφή ο γέροντας! Σπούδασα κοντά του, αλλά δεν έχω το κουράγιο του, την θέλησή του, την δύναμή του. Τώρα ξέρω πώς αγιάζουν· το είδα στην πράξη! Μέχρι τώρα το ήξερα από τα βιβλία, καθώς διαβάζουμε στο Γεροντικό, στους βίους των Αγίων και αλλού. Μα τώρα είδα στην πράξη πώς αγιάζει ο άνθρωπος! Προσεύχομαι στον Κύριο και Θεός μας, τον γλυκύτατο Ιησού μας, να μάς αξιώσει όλους να μπούμε σ’ αυτή την ευλογημένη στράτα του γερο-Βησσαρίωνα πού θα μάς οδηγήσει στην Ουράνια Βασιλεία Του.
Τα του κόσμου όλα τα θεωρούσε σκύβαλα, όπως λέγει ο απόστολος Παύλος, «ίνα Χριστόν κερδήσει». Και τον κέρδισε τον Χριστό! Ο π. Βησσαρίων είναι σήμερα κοντά στον Κύριο, ο Οποίος οικονόμησε εξαιρετικώς να του δώσει ιδιαίτερη τιμή. Δεν τον αγίασε απλώς, του κράτησε το σώμα σε αφθαρσία, για να το δούμε όλοι εμείς ιδίοις όμμασι και να πιστέψουμε, να δυναμωθούμε, να συνετισθούμε, να συγκλονισθούμε· να πάθουμε όλοι αυτό πού έπαθα εγώ όταν είδα το σκήνωμά του άφθορο μέσα στο φέρετρο. Όχι μόνο δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο, αλλά και σε καμμία περίπτωση δεν το περίμενα να αξιωθώ εγώ, ο μικρός και ταπεινός, να βρώ άνθρωπο έτσι. Ήξερα πώς υπάρχει ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος, ο άγιος Σπυρίδων, αλλά δεν ήξερα πώς είναι έτσι.
Η εκταφή του άφθαρτου λειψάνου του
Αφού είδαμε ότι ο γέροντας τιμάται στον τάφο του, αποφασίσαμε να μην κάνουμε εκταφή, αλλά να αναβαθμίσουμε λίγο τα βαπτιστήρια, να περιποιηθούμε τον χώρο και να τον διαφυλάξουμε ως τόπο προσκυνηματικό.
Όμως οι τεχνικές υπηρεσίες της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Φθιώτιδος –πρός την οποίαν από επταετίας είχαμε απευθύνει αίτημα να μάς βοηθήσει, γιατί το μοναστήρι παρουσίαζε καθιζήσεις στην ανατολική πλευρά του– μάς είπαν ότι για να είναι σωστό το έργο έπρεπε να … γκρεμιστούν τα βαπτιστήρια, ώστε να γίνει η απαραίτητη στήριξη του μοναστηριού. Το κρίναμε λογικό, καθώς τα βαπτιστήρια εκ της καθιζήσεως δεν παρείχαν καμίαν ασφάλεια. Είπαμε το «ναί», αλλά εκεί είχαμε τον τάφο του παππούλη.
Κάναμε προσευχή και παρακαλέσαμε τον παππούλη να μάς επιτρέψει την εκταφή του. Έτσι, στις 3 Μαρτίου, όλοι οι αδελφοί μαζί πήγαμε κάτω, κάναμε τρισάγιο, ασπαστήκαμε τον τάφο του κι αρχίσαμε να αφαιρούμε τούβλα από την πλευρά του. Όταν έπεσαν τα πρώτα τούβλα, είδαμε ένα φέρετρο άθικτο, όπως το είχαμε βάλει. Συνέστησα προσοχή, για να μή χτυπηθεί το φέρετρο· το βγάλαμε έξω και το πήγαμε στο κοιμητήριο, ώστε να μαζέψουμε τα κόκκαλα του παππούλη. Ανοίγουμε το φέρετρο, σηκώνουμε το σάβανο και βλέπουμε το σώμα του άφθαρτο. Συγκλονιστήκαμε· γονατίσαμε κάτω, φιλήσαμε το φέρετρο και μετά το σηκώσαμε και το πήγαμε στον ναό.
Είχαμε αντιληφθεί ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα θαυμαστό γεγονός. Κάπου το περιμέναμε κιόλας, αφού πιστεύαμε στην αγιότητά του. Αφού τον βάλαμε στον ναό, είπαμε ότι αυτό το βάρος δεν μπορούμε να το σηκώσουμε μόνοι μας και ότι πρέπει να καλέσουμε την Αγία Εκκλησία να έρθει να επιληφθεί της υποθέσεως.
Πήραμε αμέσως στο τηλέφωνο τον ποιμενάρχη μας, στον οποίον κάποτε είχα αναφέρει ότι ο παππούλης μου έλεγε πώς μπορεί και να τον βρούμε έτσι· εκείνος τότε με κοίταξε μειδιώντας, αλλά χωρίς να αντιδράσει· μου είπε μόνο πώς, αν δώ κάτι θαυμαστό, να τον ειδοποιήσω αμέσως. Ο σεβασμιώτατος υπέστη ισχυρό σόκ, όταν του ανέφερα τί είχε συμβεί, κι έφθασε αμέσως στο μοναστήρι. Προσκύνησε, συγκινήθηκε· δεν είχε ξαναδεί κι αυτός κάτι τέτοιο. Μάς έδωσε οδηγίες, έκανε κάποιες υπηρεσιακές ενέργειες και ανέλαβε πλέον εκείνος την υπόθεση. Εμείς πήραμε το σκήνωμα και το τοποθετήσαμε στο παρεκκλήσιο της Αγίας Τριάδος για να προστατεύεται, και έκτοτε τελούμε πλέον υπό τις εντολές της Εκκλησίας.
Ωστόσο, πώς να μή σκεφτεί κανείς ότι ο Θεός οικονόμησε την καθίζηση του μοναστηριού, και μάλιστα στη μεριά των βαπτιστηρίων, ώστε να μάς οδηγήσει στην εκταφή του π. Βησσαρίωνα και να μάς δώσει το σημείο Του με την αφθαρσία του σκηνώματός του; Αλλωστε, με κάπως παρόμοιο τρόπο –όπως θρυλλεί η παράδοσή μας- δεν οικονόμησε την ανακάλυψη της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Αγάθωνης σε σπηλιά από τον όσιο Αγάθωνα, κτίτορα και προστάτη της Μονής μας;
Ο ήσυχος παππούλης με τη χάρη του Τριαδικού Θεού μας τάραξε το πανελλήνιο, και όχι μόνον! Αυτός πού δεν μπορούσε σχεδόν να μιλήσει, έγινε παγκόσμια φωνή! Όπου θέλει ο Θεός, ενεργεί με τη χάρη Του και όλα τ’ άλλα παραμερίζουν, όπως όταν μία αχτίδα φωτός μπαίνει μές στο σκοτάδι και το διαλύει. Μέχρι και της φύσης η τάξη νικάται, όπως ψάλλουμε στην Παναγία μας. Τί ορίζουν οι νόμοι της φύσης για έναν άνθρωπο πού πεθαίνει; Σε δύο, τρία, το πολύ πέντε χρόνια, θα βρείς ένα σώμα λιωμένο, και στην χειρότερη περίπτωση θα βρείς σάρκες και κόκαλα μαζί. Αλλά ύστερα από δεκαπέντε χρόνια να βρείς το σκήνωμα ενός ανθρώπου σε πλήρη συνοχή, απλώς συρρικνωμένο, αφυδατωμένο, να κρατά μάλιστα το Ιερό Ευαγγέλιο και να μην μπορείς να του το αποσπάσεις; Σαν να θέλει να πεί σε όλους, και ιδιαιτέρως σε μάς τους ιερείς, ότι ξεφύγαμε από το Ευαγγέλιο και διδάσκουμε αλλότρια πράγματα· σαν να μάς λέει ότι:
«Εδώ είναι για μάς η πηγή της αληθείας του Θεού. Κουβεντιάζουμε περί ανέμων και υδάτων· κατάφερε ο σατανάς να μάς πείσει να κουβεντιάζουμε για όλα τα άλλα και να μην κουβεντιάζουμε για τον Χριστό μας· περί άλλων τυρβάζουμε, αλλά ενός μόνον εστί χρεία. Ντρεπόμαστε να πούμε τις παραβολές του Κυρίου, τις θεωρούμε “φτωχές”, ότι είναι μόνον για χαμηλού επιπέδου ανθρώπους. Όμως ας αναλογιστούμε πόσες ψυχές αυτές οι παραβολές ανέβασαν στον Παράδεισο! Δεν έχουμε την απλή φρόνηση να σκεφτούμε ότι τα λόγια πού είπε ο Κύριός μας δεν αντικαθίστανται με άλλα λόγια, λόγια του κόσμου τούτου;».
Αυτό, λοιπόν, θέλει να πεί ο παππούλης μας σε όλους εμάς τους ιερείς και μοναχούς, όχι από τον τάφο του, αλλά από τις ουράνιες νομές όπου μετά των Δικαίων και Αγίων του Θεού συγκαταλέγεται, για να μάς προστατέψει, προτρέποντάς μας:
«Γυρίστε πάλι στις γάργαρες πηγές της Πίστεως μας, στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση. Πάψτε να ασχολείσθε με τις κοσμικότητες και τα κοινωνικά ζητήματα, είναι άλλοι αρμόδιοι γι’ αυτά τα θέματα· εσείς έχετε χρέος να οδηγήσετε τις ψυχές εις “νομάς σωτηρίους”, ν’ ανεβάσετε τον άνθρωπο από τη Γή στον Ουρανό!…».
Πηγή: Περιοδικό “Εκ βαθέων” Ι.Ν. Αγ. Γεωργίου Γιαννιτσών
http://vatopaidi.wordpress.com/
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝΑ ΑΓΑΘΩΝΙΤΗ
Ἀρχιμ. Δαμασκηνοῦ Ζαχαράκη
Καθηγουμένου Ἱ. Μ. Ἀγάθωνος Φθιώτιδος
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Γέροντα Μωϋσῆ,
Ἅγιοι Γέροντες καὶ Γερόντισσες μὲ τὶς συνοδείες σας,
Σεβαστοί μου συμπρεσβύτεροι,
Ἄρχοντες τοῦ τόπου,
Ἀδελφοί μου χριστιανοί.
Θέλω πρὶν ἀρχίσω τὴν ὁμιλία μου, νὰ εὐχαριστήσω τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτη Ἐδέσσης Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας κ.κ. Ἰωήλ, ὁ ὁποῖος ὀργάνωσε αὐτὴ τὴν μοναστικὴ ἡμερίδα, τὴν ἀφιερωμένη στὸν ὀρθόδοξο μοναχισμὸ σήμερα, καὶ μοῦ ἔκαμε τὴν τιμὴ νὰ ὁμιλήσω σ᾿ αὐτή.
Τὸ θέμα τῆς ἰδικῆς μου ὁμιλίας εἶναι: «Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν Γέροντα Βησσαρίωνα τὸν Ἀγαθωνίτη». Εἶχα τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ζήσω στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀγάθωνος καὶ νὰ μαθητεύσω ἐπὶ 20 συναπτὰ ἔτη κοντὰ στὸν μακαριστὸ Γέροντα Βησσαρίωνα τὸν πνευματικό. Ἕναν ἀληθινὸ ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀνάλωσε ὅλη του τὴ ζωὴ στὴν διακονία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅλη του ἡ ζωὴ ἦταν μιὰ ἀκατάπαυστη προσφορὰ πρὸς τοὺς πονεμένους καὶ ταλαιπωρημένους, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τὰ ἄγχη καὶ τὶς δυσκολίες τοῦ παρόντος βίου, συνανθρώπους μας. Τὸν ἐξομολόγο ποὺ μὲ τὸ πετραχῆλι του ξεκούρασε χιλιάδες ψυχὲς καὶ τὸν μεγάλο ἐλεήμονα Γέροντα, ποὺ ἀνακούφισε παντοιοτρόπως τὴν φτωχολογιὰ καὶ στήριξε σὲ καιροὺς δύσκολους ἀναρίθμητα νοικοκυριά.
Τὸν ἁγιασμένο Ἱερομόναχο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀγάθωνος, ποὺ ἀγάπησε μ᾿ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς του τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εὐλόγησε τὴ ζωή του καὶ διαφύλλαξε τὸ ἱερὸ σκήνωμά του ἄφθαρτον καὶ εὐωδιάζον, γιὰ νὰ τὸ τιμοῦν οἱ χριστιανοὶ καὶ νὰ διδάσκονται, ἀπ’ τὴν ἁγία ζωή του, γεγονὸς τὸ ὁποῖον ὅπως ἀσφαλῶς γνωρίζετε συγκλόνισε ὁμολογουμένως ὁλόκληρον τὴν χριστιανικὴν οἰκουμένην!
Τὸ ἔτος 1965 πῆγα ἀπὸ ἕνα ὀρεινὸ χωριὸ τῆς Εὐρυτανίας στὴ Λαμία, γιὰ νὰ μάθω γράμματα στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σχολή της. Ἤθελα ἀπὸ μικρὸς νὰ γίνω Παπᾶς.
Ἐκεῖ στὴ Σχολὴ ἤρχετο κυρίως κατὰ τὰς περιόδους τῶν νηστειῶν, ὁ π. Βησσαρίων, ἕνας ἁπλὸς-χαμογελαστὸς κληρικός, ὁ παπούλης μας, ὅπως τὸν λέγαμε, καὶ μᾶς ἐξομολογοῦσε.
Ἕνα γραφεῖο τῆς Σχολῆς ἦταν τὸ ἐξομολογητήριο καὶ ἐκεῖ μπαίναμε ὅσοι θέλαμε νὰ ποῦμε τὶς ὅποιες ἁμαρτίες μας καὶ νὰ ἀκούσουμε τὶς συμβουλές του. Τελειώνοντας τοῦ φιλούσαμε τὸ χέρι, μέσα στὸ ὁποῖο κρατοῦσε πάντα ἕνα μικρὸ φίλευμα γιὰ τὸν καθένα μας.
Χρόνια δύσκολα γεμάτα φτώχεια καὶ στερήσεις. Τὸν ρώτησα κάποτε ἀπὸ ποῦ εἶναι καὶ μοῦ εἶπε ἀπ᾿ τὴ Μονὴ Ἀγάθωνος. Μὲ κάλεσε μάλιστα ἕνα Σαββατοκύριακο νὰ ἀνεβῶ στὸ μοναστῆρι.
Ἔτσι ἀνέβηκα γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Ἀγάθωνα.
Στὸ μοναστῆρι γνώρισα γιὰ πρώτη φορὰ τὸν Ἅγιο Ἡγούημενο τὸν π. Γερμανὸ Δημᾶκο, πολὺ σπουδαῖο ἄνθρωπο γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὴν Πατρίδα, σέμνωμα καὶ καύχημα τοῦ τόπου μας.
Παντοῦ καὶ πάντοτε ὑπάρχουν οἱ πολλοί, ὅμως ὑπάρχουν καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὸ κάτι παραπάνω, ποὺ τοὺς ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς πολλούς. Ἔχουν τὸ δικό τους χάρισμα, ποὺ κάνει τὰ λόγια τους πιὸ σεβαστὰ καὶ τὰ ἔργα τους πιὸ εὐλογημένα. Τέτοιοι ἦταν γιὰ μένα ὁ Γέροντας Γερμανὸς καὶ ὁ π. Βησσαρίων.
Ὁ καθένας τους μὲ τὰ δικά του χαρίσματα.
Ὁ π. Βησσαρίων ἀνέλαβε μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα, τὸ πνευματικὸ ἔργο τῆς μονῆς.
Ὁ π. Βησσαρίων γεννήθηκε στὸ Πεταλίδι τῆς Μεσσηνίας τὸ ἔτος 1908. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἀνδρέας Κορκολιᾶκος καὶ ἦταν τὸ 5ο παιδὶ ἀπὸ τὰ δώδεκα παιδιὰ τῆς οἰκογενείας. Οἱ γονεῖς του, Δημοσθένης καὶ Βενετία, ἦσαν εὐσεβεῖς ἄνθρωποι τοῦ μόχθου.
Ἀπὸ πολὺ νωρὶς φανέρωσε τὸ ζῆλο του γιὰ τὸν μοναχισμό.
Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, ἐκάρη μοναχὸς στὴν ἱερὰ μονὴ τῆς Δήμιοβας Μεσσηνίας καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Βησσαρίων.
Δὲν ἔμεινε πολὺ ἐκεῖ. Ἦλθε στὴν Καλαμάτα, ὅπου ὁ Μεσσηνίας Μελέτιος Σακελλαρόπουλος, μία φωτισμένη μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ἐχειροτόνησε Διάκονον στὶς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 1931.
Μετὰ δύο χρόνια στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 1933 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Τριφυλίας Ἀνδρέα (τοποτηρητής).
Ὁ Μεσσηνίας Πολύκαρπος τοῦ ἀπένειμε τὸ ὀφφίκιον τοῦ Ἀρχιμανδρίτου.
Τὸ ἔτος 1935 μετακινήθηκε στὴ Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος, ὕστερα ἀπὸ τὸ κάλεσμα ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ συμπατριώτης του Μητροπολίτης Ἰεζεκιήλ, καὶ γράφτηκε στὸ μοναχολόγιο τῆς ἱερᾶς μονῆς Κορώνης.
Ἐκεῖ ἀνέπτυξη τεράστιο πνευματικὸ ἔργο, ἀναλώνοντας τὸν ἑαυτόν του στὴ διακονία τοῦ καλοῦ ποιμένα.
Πολὺ μόχθησε ὁ π. Βησσαρίων στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῆς κατοχῆς, διακονώντας τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ χειμάζονταν ἀπὸ τὴ φτώχεια, τὴν πείνα καὶ τὶς ἀρρώστειες. Τότε ποὺ ἡ μόνη παρηγοριὰ τοῦ πονεμένου λαοῦ, ἦταν ἡ ἁγία ἐκκλησία καὶ τὸ εὐλογημένο ράσο.
Θὰ σᾶς ἀναφέρω δύο περιστατικὰ ποὺ μοῦ διηγήθηκε ὁ ἴδιος, ἀπὸ τὴν ταραγμένη ἐκείνη περίοδο.
Ἦταν προπαραμονὴ Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 1988. Ψάλλαμε τὸν Ἑσπερινὸ στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς καὶ μετὰ πήγαμε μὲ τὸν π. Βησσαρίωνα στὸ Ἀρχονταρίκι, ὅπου τὸ κρεμαστὸ τζάκι, γιὰ νὰ ζεσταθοῦμε. Ἀφοῦ κουβεντιάσαμε λίγο γιὰ τὴν μεγάλη γιορτή, Αὐτὸς ἄνοιξε ἕνα ἐκκλησιαστικὸ περιοδικὸ καὶ διάβαζε, ἐνῶ ἐγὼ ἄρχισα νὰ γράφω εὐχετήριες κάρτες. Σὲ κάποια στιγμὴ ποὺ σήκωσα τὸ κεφάλι μου, εἶδα τὸν Γέροντα νὰ κλαίει. Γιατί κλαῖς παπούλη μου, τὸν ρώτησα. «Τίποτε παιδί μου», μοῦ εἶπε «μὴν ἀνησυχεῖς». Μὰ κλαῖς. Πές μου γιατί κλαῖς; Σοῦ συμβαίνει τίποτε; «Ὄχι παιδί μου. Νὰ κάτι θυμήθηκα. Ποτὲ νὰ μὴν ξανάρθουν στὸν τόπο μας ἐκεῖνα τὰ μαῦρα χρόνια τῆς κατοχῆς καὶ τῆς πείνας. Θυμᾶμαι Δημήτρη μου, (αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικό μου ὄνομα) κάτι ποὺ μοῦ συνέβηκε κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1941, σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Καρδίτσας ὅπου ἐφημέρευα. Ὅταν βγῆκα στὴν Ὡραία Πύλη μὲ τὸ ἅγιο Ποτήριο στὰ χέρια καὶ εἶπα τὸ «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», ἄρχισαν νὰ ἔρχονται γιὰ τὴν θεία κοινωνία ὅλοι οἱ χωριανοί, μὲ προπορευόμενα τὰ παιδιά τους. Μιὰ νεαρὴ μάννα ἔφερε ἐκεῖ μπροστά μου τὸ σκελετωμένο παιδάκι της, ἄνοιξε τὸ στοματάκι του καὶ τὸ κοινώνησα, ἀλλὰ παιδί μου... κι᾿ ἄρχισε πάλι νὰ κλαίει ὁ Γέροντας,... κρατοῦσε σφιχτὰ τὸ καημένο μὲ τ᾿ ἀδυνατισμένα χεράκια του τὸ ἱερὸ μάκτρο καὶ μοῦ φώναξε κλαίγοντας: Κι᾿ ἄλλο Παπούλη, κι᾿ ἄλλο. Πεινοῦσε τὸ παιδάκι μου. Λύγισαν τὰ γόνατά μου, μιὰ τρεμούλα ἁπλώθηκε σ᾿ ὅλο τὸ κορμί μου, βούρκωσαν τὰ μάτια μου καὶ γιὰ νὰ μὴ μὲ δοῦν οἱ πιστοὶ ἐπέστρεψα στὴν ἁγία Τράπεζα. Ἀφῆκα τὸ Ποτήριον καὶ κάθισα σ᾿ ἕνα σκαμνάκι καὶ ἔκλαψα καὶ εἶπα μὲ ἀνθρώπινο παράπονο. Γιατί Θεέ μου ἀφῆκες τὴν πατρίδα μου νὰ ἔλθη σὲ τέτοια δυστυχία; Λυπήσου Κύριε τὰ παιδιά μας!
Ἕνα ἀπόγευμα, ἦρθε στὸ μοναστῆρι μας ἕνας ἐπισκέπτης ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του 3 ἢ 4 τόμους μὲ τὴν ἱστορία τῆς ἐθνικῆς ἀντίστασης.
Μπροστὰ στὴν ἐκκλησία συνάντησε τὸν π. Βησσαρίωνα, ὁ ὁποῖος τὸν ρώτησε τί βιβλία εἶναι αὐτά. Ἐνῶ ἐκεῖνος τὸν ἐνημέρωνε σχετικά, ὁ Γέροντας πρόσεξε ἕνα σῆμα ποὺ φοροῦσε στὸ πέτο τοῦ σακακιοῦ του ὁ ἐπισκέπτης καὶ τὸν ρώτησε:
«Τί σῆμα εἶναι αὐτό»;
«Εἶναι τὸ σῆμα τῆς ἐθνικῆς ἀντιστάσεως, πάτερ», τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος.
«Ἐγὼ παιδί μου», εἶπε ὁ Γέροντας, «τὸ ἔχω ἐδῶ», καὶ τοὔδειξε τὸ λαιμό του.
Τὸ βράδυ ποὺ ἔκλεισαν οἱ πόρτες, ἐγὼ ποὺ ἄκουσα αὐτὴ τὴν στιχομυθία, τὸν ρώτησα.
«Πατέρα Βησσαρίωνα, γιατί εἶπες σὲ ἐκεῖνον τὸν κύριο μὲ τὰ βιβλία, ὅτι τὸ σῆμα τῆς ἐθνικῆς ἀντιστάσεως, τὄχεις στὸ λαιμό σου»;
«Τίποτα παιδί μου μοῦ εἶπε».
«Πῶς τίποτα, θέλω νὰ μοῦ πεῖς».
«Νά, τότε στὴν κατοχή, πῆγα νὰ ἐλευθερώσω κάποια παιδιὰ ποὺ εἶχαν συλλάβει οἱ Γερμανοὶ καὶ ἐπρόκειτο νὰ τὰ ἐκτελέσουν. Ὁ Γερμανὸς ἀξιωματικὸς ἄκουσε τὶς παρακλήσεις μου καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀφεθοῦν τὰ παιδιὰ ἐλεύθερα. Γύρισε μετὰ πρὸς τὸ μέρος μου καὶ ἀπότομα ἔριξε μὲ τὸ πολυβόλο του μία ριπὴ μπροστὰ στὰ πόδια μου. Τρόμαξα πολύ. Ἡ φωνή μου κόπηκε. Ἀπὸ τότε κλονίστηκε καὶ χρόνο μὲ τὸν χρόνο χειροτέρευε. Δόξα σοι ὁ Θεός»!
Ὁ π. Βησσαρίων φεύγοντας ἀπὸ τὴν Θεσσαλιώτιδα, ἦλθε στὴν Φθιώτιδα, (6 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1955) καὶ γράφτηκε στὸ μοναχολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀγάθωνος.
Ἦλθε, γιὰ νὰ προσφέρει τὶς εὐλογημένες ὑπηρεσίες του στὸν Φθιωτικὸ λαὸ καὶ ὄχι μόνο, γιὰ 30 συνεχῆ χρόνια.
Διάκονος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, μὲ καρδιὰ καιομένη ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως. Ὁ ἀεικίνητος λεΐτης τῆς θείας οἰκοδομῆς, ὁ εὐλογημένος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ὁ πατέρας καὶ παπούλης ἀμέτρητων ἀνθρώπων.
Ὁ π. Βησσαρίων ἦταν ὁ πρῶτος πνευματικὸς τῆς ζωῆς μου. Ἡ ἱερή μας αὐτὴ σχέση, ποὺ ξεκίνησε ἀπ᾿ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ τῆς Λαμίας, συνεχίστηκε καὶ μέσα στὸ μοναστῆρι.
Ὁ π. Βησσαρίων ἦταν ἁγιασμένη μορφή, καὶ αὐτὸ φαίνονταν. Τὄβλεπαν ὅλοι ὅσοι τὸν γνώριζαν καὶ τὸ μολογοῦσαν.
Τὸ σῶμα του ἦταν ἀσκητικό, περιβεβλημένο μὲ τὸ φτωχικό του ράσο. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε. Ἀκτινοβολοῦσε τὴν λαμπρότητα τῆς εὐλογημένης ψυχῆς του. Τὰ χείλη του ὅλη τὴ μέρα ψέλιζαν λόγια προσευχῆς, χωρὶς σταματημό, εἴτε στέκονταν μπροστὰ στὸ καθολικὸ γιὰ νὰ ὑποδεχθεῖ τοὺς προσκυνητές, εἴτε μπροστὰ στὴν Παναγιὰ τὴν Ἀγάθωνη καὶ τὶς ἄλλες ἅγιες εἰκόνες.
Πολλὲς φορές, τὸν ἀκούγαμε μέσα στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς νὰ κουβεντιάζει μὲ κάποιον. Μπαίναμε νὰ δοῦμε μὲ ποιὸν κουβεντιάζει, καὶ δὲν βλέπαμε κανέναν. Μιλοῦσε μὲ τὴν Παναγία; Μὲ τὸν ὅσιο Ἀγάθωνα; Ὁ Θεὸς ξέρει.
Ἡ προσευχή του, εὐεργετοῦσε πολλοὺς συνανθρώπους μας.
«Ἐγὼ πάτερ μου, μοῦ εἶπε μιὰ παπαδιά, εἶχα πρόβλημα στὰ χέρια μου. Εἶχαν βγάλει κάτι ἐξανθήματα καὶ πονοῦσα πολύ. Δὲν μποροῦσα νὰ κάνω τὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ μου. Ἔπαιρνα φάρμακα, χωρὶς καμμιὰ καλλιτέρευση. Ἕνα βράδυ ἦρθε ὁ π. Βησσαρίων στὸ σπίτι μας. Τοῦ εἶπα τὸ πρόβλημά μου καὶ τὸν παρεκάλεσα νὰ κάνει προσευχὴ γιὰ μένα. Μαζὶ θὰ κάνουμε προσευχὴ μοῦ εἶπε. Ἐσὺ θὰ διαβάσεις τὴν παράκληση τῆς Παναγίας ἐπὶ 40 ἡμέρες καὶ ἐγὼ θὰ προσεύχομαι γιὰ σένα. Ὑπάκουσα στὴν προτροπή του, καὶ Ὦ τοῦ θαύματος! Τὰ χέρια μου καθάρισαν τελείως καὶ θεραπεύτηκαν»!
Ἐντύπωση μᾶς προκαλοῦσε ἡ μεγάλη ἀγάπη του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Κάθε Τρίτη ἔρχονταν οἱ τοπικὲς ἐφημερίδες. Τὶς ἄνοιγε καὶ διάβαζε τὶς ἀναφορές τους στὰ τροχαῖα δυστυχήματα τοῦ Σαββατοκύριακου. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔγραφε τὰ ὀνόματα τῶν νεκρῶν καὶ τῶν τραυματισμένων. Πήγαινε μετὰ μέσα στὸ ναὸ καὶ διάβαζε τρισάγιο γιὰ τὶς ἀδικοχαμένες ψυχὲς καὶ παράκληση γιὰ τοὺς τραυματίες.
Ποτὲ δὲν θὰ ξεχάσω αὐτὸ τὸ ὑπερ-μάθημα ἀνθρωπιᾶς, μὲ τὸ ὁποῖο παιδαγωγοῦσε τὶς ψυχές μας.
Ὅταν ἀρρωσταίναμε, πηγαίναμε στὸν παπούλη. Μᾶς διάβαζε καὶ γινόμασταν καλά. Χιλιάδες ἄνθρωποι πέρασαν αὐτὰ τὰ χρόνια καὶ ζήτησαν τὴν προσευχή του. Τοὺς καλωσόριζε καὶ μετὰ τοὺς ὁδηγοῦσε στὸ ναό. Ἐκεῖ εἶχε τὸ πνευματικό του στρατηγεῖο. Φοροῦσε τὸ πετραχήλι του καὶ τοὺς ἐξομολογοῦσε. Ἄκουγε τὶς ἁμαρτίες τους καὶ μετὰ τοὺς ρωτοῦσε γιὰ τὴ ζωή τους, τὸ σπίτι τους, τὴν οἰκονομική τους κατάσταση. Ὅπου διαπίστωνε φτώχεια, τοὺς ἔδινε χρήματα. Πολλὰ χρήματα. Ἱκανὰ γιὰ νὰ ἀνακουφίσουν τὴν οἰκογένειά τους. Κι᾿ αὐτοὶ ποὺ ἔπαιρναν βοήθεια, δὲν ἦταν πέντε καὶ δέκα, ἦταν χιλιάδες, ἦταν ἀμέτρητοι.
Τόσα χρόνια πέρασαν καὶ δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει ὁ νοῦς μου, τὴν μεγάλη του ἐλεημοσύνη.
Λίγοι ἄνθρωποι σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, πιστεύω ἦταν τόσο ἐλεήμονες, ὅσο ὁ π. Βησσαρίων.
Χόρτασε νηστικούς, ξεδίψασε διψασμένους, ἔντυσε γυμνούς, βοήθησε ἀρρώστους καὶ ἐπισκέφθηκε φυλακισμένους κι᾿ αὐτὰ γιὰ ὅλη του τὴ ζωή, καὶ πάντοτε κρυφά. Κανένας δὲν ἤξερε τὸ ἔργο τοῦ Παπούλη. Ἡ δράση του ἦταν μυστική.
Ὁ π. Βησσαρίων ἦταν μιὰ πνευματικὴ τράπεζα, τὰ ἀγαθὰ τῆς ὁποίας γεύονταν ὅλοι ὅσοι τὸν πλησίαζαν. Ὁ Θεὸς γέμιζε τὴν τσέπη του, κι᾿ αὐτὸς μοίραζε. Ἔπαιρνε ἀπ᾿ τὸ Χριστὸ καὶ ἔδινε στοὺς ἀνθρώπους. Τίποτε δὲν κρατοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅλα τὰ ἔδινε στοὺς φτωχούς, ἔτσι μαλάκωνε τὴν ψυχή τους καὶ τοὺς ξαναγύριζε στὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ π. Βησσαρίων ἦταν φιλακόλουθος. Μὲ τὸ κτύπημα τοῦ ταλάντου, βρίσκονταν στὸ ναό. Πολλὲς φορὲς διάβαζε τοὺς κανόνες καὶ ὅ,τι ἄλλο διαβάζεται χύμα. Δὲν ἔψελνε γιατὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε ἡ ἀδύνατη βραχνὴ φωνή του.
Ὅταν λειτουργοῦσε δυσκολεύονταν πολύ. Ἐγὼ σὰν ψάλτης πήγαινε ἔξω ἀπ᾿ τὴν Ὡραία Πύλη γιὰ νὰ τὸν ἀκούω. Ἤρεμος καὶ γαλήνιος ὁ Γέροντας, ντυμένος τὴν ἁπλοϊκὴ ἱερατική του στολὴ ἔλαμπε ὁλόκληρος! Τὸν βλέπαμε καὶ ἡ ψυχή μας γέμιζε δέος καὶ σεβασμό.
Ἀγαποῦσε πολὺ τοὺς Ἱερεῖς, τοὺς συμβούλευε καὶ τοὺς βοηθοῦσε ποικιλοτρόπως. Σὲ πολλοὺς ἔδωσε τὴν συμμαρτυρία του, γιὰ νὰ ἱερωθοῦν. Πονοῦσε ἡ ψυχή του, γιὰ τὰ χωριὰ ποὺ δὲν εἶχαν παπᾶ.
Σ᾿ ἕναν νεοχειροτονηθέντα ἱερέα τῆς Εὐρυτανίας ἔγραψε:
«Πάτερ Νικόλαε, σᾶς εὔχομαι μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, ἡ διακονία σου νὰ εἶναι λευκὴ πρὸς τὸν Κύριον. Πήρατε τὸ μεγάλο ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης... Τώρα εἶσθε οἰκονόμος τῶν μυστηρίων Θεοῦ. μεγάλη τιμὴ δι᾿ ὑμᾶς καὶ τὴν οἰκογένειάν σας. Εἶσθε ποιμὴν λογικῶν προβάτων, φέρετε εὐθύνην ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Μὲ φόβον Θεοῦ νὰ τελεῖτε τὸ μέγα μυστήριον τῆς θείας λειτουργίας. Εἶναι τὸ μυστήριον τῶν μυστηρίων.
Πάντα πρόσεχε, καὶ προσεύχου καὶ δι᾿ ἐμὲ τὸν ἐλάχιστον σκώληκα τῆς γῆς... Ὁ Θεὸς μαζί σας».
Βάπτισε πολλὰ παιδιὰ μὲ τὰ χέρια του καὶ στεφάνωσε. Πολλὲς γυναῖκες ποὺ δὲν εἶχαν παιδιά, ἔγιναν μανάδες μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Γέροντα. Πολλὰ ζευγάρια παρώτρυνε νὰ γεννήσουν κι᾿ ἄλλα παιδιὰ καὶ τοὺς ὑπόσχονταν ὅτι θὰ βρίσκεται πάντα δίπλα τους. Πολλὰ παιδιὰ πῆραν τὸ ὄνομά του.
Ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν διακονία του στὸ μοναστῆρι ἦταν αὐτὴ τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
Μεγάλος ἀνιχνευτὴς ψυχῶν, ὁ π. Βησσαρίων! Εἶχε τρόπον ἰδικόν του, μοναδικὸν τρόπον, ἀσφαλῶς Θεοδίδακτον, μὲ τὸν ὁποῖον προσήγγιζε τὶς ταλαιπωρημένες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ψυχές.
Ὄρθιος σὰν λαμπάδα, ἀπ᾿ τὸ πρωΐ ὡς τὸ βράδυ μπροστὰ στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς μας. Ἀκούραστος-ἀκαταπόνητος. Πάντοτε καλωσυνάτος καὶ γελαστός, ὑποδέχονταν τοὺς προσκυνητές. Ἄνοιγε συζήτηση μαζί τους καὶ σιγὰ-σιγὰ τοὺς περισσότερους τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἐξομολόγηση.
Μέσα, στὸ ἐξομολογητήριο, μὲ τὴν βραχνὴ φωνούλα του, σὲ σαγίνευε. Ἅπλωνε μέσα στὴν ψυχή σου καὶ σοὔπαιρνε τὶς ἁμαρτίες. Μὲ πολλὴ ἀγάπη πάσχιζε νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ καθαρίσουμε τὴν ψυχή μας.
Πολλὲς φορὲς τοῦ τηλεφωνοῦσαν ἀπὸ διάφορα χωριὰ νὰ πάει νὰ ἐξομολογήσει κάποιον ποὺ ἦταν βαριὰ ἄρρωστος. Ἀναστατώνονταν ὁλόκληρος.
«Πρέπει νὰ τρέξω ἔλεγε, νὰ προλάβω γιὰ νὰ μὴν φύγει ὁ ἄνθρωπος ἀξομολόγητος καὶ ἀκοινώνητος». Κι᾿ ἀμέσως ἔφευγε μὲ ὅ,τι μέσον εὕρισκε. Ἀκόμα καὶ μὲ τὰ πόδια.
- Θυμᾶμαι ἕνα πρωΐ, τοῦ τηλεφώνησαν πὼς μιὰ γιαγιὰ σ᾿ ἕνα χωριὸ τοῦ Δομοκοῦ, εἶναι στὰ τελευταῖα της καὶ ζητάει νὰ ἐξομολογηθεῖ. Σηκώθηκε πῆρε μιὰ τσάντα στὰ χέρια του καὶ βγῆκε πάνω στὸ δρόμο. Εἶδε ἕνα ἀγροτικὸ αὐτοκίνητο ποὺ κατέβαινε ἀπ᾿ τὰ πάνω χωριὰ καὶ τὸ σταμάτησε.
«Παιδί μου τοῦ εἶπε, εἶναι μεγάλη ἀνάγκη νὰ μὲ πᾶς στὴ Λαμία».
«Πάτερ, τοῦ εἶπε ὁ ὁδηγός, ἐγὼ πάω στὸ χωράφι γιὰ νὰ μαζέψω ἐλιές».
«Παιδί μου εἶναι ἀνάγκη, κινδυνεύει μιὰ ψυχή! «Δὲν μπορῶ πάτερ, τοῦ ξαναεῖπε ὁ ὁδηγός, πρέπει νὰ πάω στὸ χωράφι».
«Παιδί μου κάνε μου τὴ χάρη καὶ θὰ σὲ πληρώσω. Εἶναι κρίμα νὰ χαθεῖ μιὰ ψυχή»!
«Δὲν μπορῶ πάτερ, εἶπε ὁ ὁδηγός, θέλω νὰ πάω στὸ χωράφι μου».
«Νὰ πᾶς, τοῦ εἶπε, ἀλλὰ δὲν ξέρω ἂν θὰ φτάσεις»!
Στὸ ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων τοῦ Γέροντα, ὁ ὁδηγὸς φοβήθηκε.
«Παπούλη τοῦ εἶπε, μπὲς στὸ αὐτοκίνητο νὰ σὲ πάω ὅπου θέλεις». Τὸν πῆγε στὸ χωριὸ ποὺ ἤθελε. Περίμενε ἐκεῖ μέχρι νὰ τελειώσει καὶ τὸν ξαναέφερε στὸ μοναστῆρι.
Αὐτὰ μοῦ τὰ διηγήθηκε ὁ ἴδιος ὁ ὁδηγός.
Ἕνας γιατρὸς μᾶς εἶπε, πὼς πρὶν ἀπὸ χρόνια, ἔφερε ἕνα φίλο του στὸ μοναστῆρι γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν π. Βησσαρίωνα. Ὁ γιατρός, ζήτησε ἀπὸ τὸν Γέροντα νὰ τὸν ἐξομολογήσει. Ὅταν ἔβαλε τὸ πετραχῆλι του πάνω στὸ κεφάλι του, γιὰ νὰ τοῦ διαβάσει τὴν συγχωρητικὴ εὐχή, ἔνοιωσε τὸ πετραχῆλι σιγὰ-σιγὰ νὰ θερμαίνεται, μέχρι ποὺ τὸν ἔκαιγε. Τὸ ἴδιο ἔνοιωσε καὶ ὁ φίλος του, μὲ τὸν σταυρὸ ποὺ τοὔβαλε στὸ κεφάλι ὁ Γέροντας, γιὰ νὰ τὸν διαβάσει.
Δὲν εἴπανε τίποτε στὸ Γέροντα. Φιλήσανε τὸ χέρι του συγκλονισμένοι καὶ φύγανε.
- Ἕνας Γέροντας πνευματικὸς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, μᾶς εἶπε, πὼς τὴν ὥρα ποὺ συζητοῦσε μὲ τὸν π. Βησσαρίωνα στὸ δωμάτιό του, στὸ μοναστῆρι, τὸ δωμάτιο πλημύρισε ἀπὸ φῶς.
«Τί συμβαίνει»; τὸν ρώτησε ὁ πνευματικός.
Ὁ π. Βησσαρίων, πῆγε ὡς τὴν πόρτα καὶ γυρνόντας τοῦ εἶπε:
«Μᾶς ἐπισκέφθηκε ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου μας, δὲν τὴν κατάλαβες»;
- Ἕνας ἄλλος πνευματικός, Ἀθηναῖος κι᾿ αὐτός, μᾶς εἶπε, πὼς ἦρθε κάποτε στὴ Λαμία, γιὰ νὰ μιλήσει σ᾿ ἕνα Ἱερατικὸ συνέδριο γιὰ τὴν ἐξομολόγηση. Περιμένοντας μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα, ν᾿ ἀρχίσει τὸ συνέδριο, ἔβλεπε τοὺς κληρικοὺς ποὺ προσκυνοῦσαν τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἔβγαιναν νὰ πάρουν τὶς θέσεις τους. Πέρασε ἀνάμεσά τους κι᾿ ἕνας Γέροντας κληρικός. Στὸ πέρασμά του ἔνοιωσε εὐωδία καὶ ρώτησε ποιὸς εἶναι; Εἶναι ὁ π. Βησσαρίων ὁ πνευματικὸς τοῦ ἀπάντησαν.
Πολλὲς φορὲς δέχονταν τὸν πόλεμο τοῦ σατανᾶ καὶ πάλευ μαζί του.
- Ἕνα βράδυ καθόμασταν ἔξω στὴ βεράντα τῆς μονῆς, μαζὶ μὲ παιδιὰ τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς Λαμίας, ποὺ ἦλθαν στὸ μοναστῆρι γιὰ τὸ Σαββατοκύριακο. Ἀκούσαμε ξαφνικὰ τὸν π. Βησσαρίωνα μέσα στὸ δωμάτιό του, νὰ φωνάζει. Τρέχουμε ἀμέσως καὶ τὸν εἴδαμε νὰ εἶναι μαζεμένος κουβάρι στὴν κορυφὴ τοῦ κρεββατιοῦ του. Ἦταν ἀναστατωμένος, τὸ κορμί του ἔτρεμε.
«Τί σοῦ συμβαίνει Παπούλη»; τὸν ρώτησα.
«Νά παιδί μου», μοῦ εἶπε, καὶ μοῦ ἔδειξε τὴ γωνία τοῦ δωματίου.
«Ἐκεῖ εἶναι, ἕνα μαῦρο θηρίο, ποὺ μοῦ ἐπιτίθεται. Ὁρμάει καταπάνω μου καὶ μὲ φοβερίζει».
Καθίσαμε μαζί του κάμποση ὥρα. Ἡρέμισε σιγὰ-σιγά, τὸν καληνυκτίσαμε καὶ φύγαμε. Τὸ πρωΐ μὲ κάλεσε καὶ μοῦ εἶπε νὰ βρῶ δύο καλὰ ξύλα καὶ νὰ τοῦ φτιάξω ἕνα μεγάλο Σταυρό. Ἔφτιαξα ἕνα Σταυρό, καὶ τοῦ τὸν ἔδωσα.
«Θὰ τὸν βάλω στὸ προσκεφάλι μου μοῦ εἶπε, κι᾿ ἂς τολμήσει νὰ ξανάρθει τώρα ὁ πονηρός. Θὰ ὑψώσω τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μου καὶ θὰ φύγει».
Μέχρι ποὺ κοιμήθηκε, ἦταν σύμβουλος τῆς Ἱερᾶς μονῆς μας, μὲ μεγάλη προσφορά.
Σὲ χρόνια δύσκολα, ποὺ ἡ φτώχεια βασάνιζε τὴ ζωὴ τῶν πατέρων στὸ μοναστῆρι, ὁ π. Βησσαρίων ἔβγαινε ἔξω στὸν κόσμο καὶ ξαναγύριζε φορτωμένος μὲ ἀγαθά, ποὺ μάζευε ἀπὸ τοὺς χριστιανούς.
Τότε ποὺ ἡ Γεωργικὴ Σχολὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀγάθωνος, ἀριθμοῦσε 80 μαθητές, ποὺ ἔπρεπε νὰ τραφοῦν καὶ νὰ ντυθοῦν καὶ ὅ,τι ἄλλο, ὁ π. Βησσαρίων ἔτρεχε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, νὰ μαζέψει τὰ ἀναγκαῖα, γιὰ νὰ μὴν πεινάσουν τὰ παιδιά.
Ἀργότερα, τὰ ἀγαθὰ ποὺ μάζευε, τὰ μοίραζε στοὺς φτωχοὺς ποὺ συναντοῦσε στὴν περιοδεία του. Ἀκούραστος καὶ ἄκαμπτος στὶς δυσκολίες καὶ τὶς μεθοδεῖες τοῦ σατανᾶ, ὁ Γέροντας πότε μὲ ζέστη καὶ πότε μὲ κρύο, μάζευε ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ κόσμου τοὔδινε καὶ τὰ πρόσφερε στοὺς ἔχοντας ἀνάγκη. Καὶ ἡ διακονία αὐτὴ χωρὶς διακοπή, τελείωσε μὲ τὸν θάνατό του.
Χιλιάδες οἰκογένειες ἀνακούφισε ὁ εὐλογημένος Γέροντας. Σπούδασε παιδιά, προίκισε κορίτσια.
Βοηθοῦσε ἀσθενεῖς.
Ἐνίσχυε πολλὲς ἐκκλησίες καὶ βοηθοῦσε τὰ ἱδρύματα.
Πολλοὶ χριστιανοί, μᾶς λένε, καὶ τὸ θεωροῦν ἰδιαίτερη εὐλογία αὐτό, πὼς κοιμήθηκε στὸ σπίτι τους, μιὰ καὶ δυὸ καὶ περισσότερες φορές. Κάποιοι ἀπ᾿ αὐτούς, κάνουν λόγο καὶ γιὰ θαυμαστὰ πράγματα ποὺ εἶδαν καὶ ἔζησαν μὲ τὸν Γέροντα.
- Σ᾿ ἕνα σπίτι στὴ Λοκρίδα, εἶδαν οἱ οἰκεῖοι τὸν π. Βησσαρίωνα τὴ νύκτα νὰ προσεύχεται στὸ δωμάτιό του γονατιστός, λουσμένον μέσα στὸ φῶς καὶ ὑψωμένον πάνω ἀπὸ τὸ πάτωμα τοῦ δωματίου.
Ἔχουμε ἀκούσει πολλὰ περιστατικὰ ποὺ μᾶς κάνουν νὰ πιστεύουμε, πὼς τὸν π. Βησσαρίωνα τὸν μετακινοῦσε πολλὲς φορές, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
Κάθε Δευτέρα καὶ Τρίτη, πήγαινε στὰ Νοσοκομεῖα τῆς Λαμίας. Ἀπὸ κρεβάτι σὲ κρεβάτι, ἔβλεπε ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς παρηγοροῦσε, τοὺς ἐξομολογοῦσε, καὶ τοὺς βοηθοῦσε.
Μᾶς διηγήθηκε κάποτε, πὼς στὸ Νοσοκομεῖο τῆς Λαμίας, συνάντησε ἕναν βαρειὰ ἄρρωστο ἄνθρωπο μὲ προχωρημένο καρκίνο, σχεδὸν στὰ τελευταῖα του.
Πῆγε κοντά του, μᾶς εἶπε, καὶ κάθισε δίπλα του. «Τί κάνεις παιδί μου»; τὸν ρώτησε.
«Δὲν εἶμαι καλὰ Παπούλη, τοῦ ἀπάντησε ὁ ἀσθενής, πεθαίνω».
«Παιδί μου, ἔχω ἕνα φάρμακο ποὺ θὰ σὲ κάνει καλά».
«Τί φάρμακο Παπούλη; Ὅλα τὰ πῆρα καὶ καμμιὰ ὠφέλεια δὲν εἶδα».
«Αὐτὸ τὸ φάρμακο ποὺ ἔχω ἐγώ, δὲν τὸ πῆρες. Θέλεις νὰ σοῦ τὸ φέρω»;
«Φέρτο μου Παπούλη».
Τὸν ἐξομολόγησε καὶ πῆγε καὶ τοῦ ἔφερε τὴν θεία κοινωνία. Ἀνασηκώθηκε ὁ ἀσθενής, ἔκαμε τὸν σταυρό του κλαίγοντας καὶ κοινώνησε.
«Παιδιά μου, μᾶς εἶπε, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔγινε καλά! Τελείως καλὰ καὶ πῆγε γερὸς στὸ σπίτι του».
Τὸ σῶμα του ἦταν ἀσθενικό. Προσβάλονταν εὔκολα ἀπὸ κρυολογήματα.
Στὰ 83 του χρόνια, πῆρε ἕνα γερὸ κρυολόγημα, ποὺ ἐξελίχτηκε σὲ πνευμονία. Νοσηλεύτηκε στὸ Νοσοκομεῖο τῆς Λαμίας ἀρχικά, καὶ στὸ Νοσοκομεῖο «Σωτηρία» στὴν Ἀθήνα, ὅταν ἡ κατάστασίς του ἐπιδεινώθηκε.
Ὕστερα ἀπὸ νοσηλεία δεκατριῶν ἡμερῶν, ἔχοντας παρὰ τὸ προσκεφάλαιό του ὅλες τὶς ἡμέρες, ἀκούραστον καὶ ἀνύστακτον τὸν Ἡγούμενον του π. Γερμανόν, ὁ π. Βησσαρίων, ὁ ἅγιος τῶν πτωχῶν καὶ τῶν βασανισμένων, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ.
Ὁ π. Γερμανός, στὸ μοναχολόγιο τῆς μονῆς γράφει:
Τὴν 22αν τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου, ἡμέραν Τρίτην καὶ περὶ ὥραν 4:30΄ ἀπογευματινήν, ὁ π. Βησσαρίων ἀφῆκεν τὴν τελευταῖαν πνοήν, παραδοὺς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, εἰς χεῖρας Θεοῦ, τὸν ὁποῖον ἐπὶ ἥμισυ καὶ πλέον αἰώνα, ὑπηρέτησε πιστὰ ὡς Ἱερεὺς καὶ πνευματικὸς πατήρ, ὁδηγήσας πολλὰς ψυχὰς εἰς τὸν παράδεισον... Ἀφῆκεν φήμην Ἁγίου!
Ἡ σορὸς τοποθετήθηκε στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς, πρὸς προσκύνημα. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς τὸ πρωΐ, ἄρχισαν παρὰ τὸ δριμὺ ψύχος, εἶχε ἡ αὐλὴ 30 πόντους χιόνι, νὰ καταφθάνουν πάρα πολλὰ πνευματικὰ παιδιά του, γιὰ νὰ ἀποθέσουν τὸν σεβασμό τους καὶ τὴν εὐλάβειά τους, στὸν πνευματικό τους πατέρα.
Ὅλοι μὲ δάκρυα στὰ μάτια χαιρετοῦσαν τὸν πατέρα τους, τὸν Γέροντά τους, τὸν φροντιστή τους στὴ ζωή.
Ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ἐψάλη προεξάρχοντος τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου μας Κυροῦ Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος βαθύτατα συγκινημένος, τελείωσε τὴ μικρή του προσλαλιὰ μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Σήμερα χριστιανοί μου, κηδεύουμε ἕναν ἅγιο»!
Μετὰ τὸ πέρας τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας, τὸ σκῆνος μετεφέρθη, εἰς τὸν κάτωθι τῆς αὐλῆς τῆς μονῆς χῶρον, ὅπου τὰ βαπτιστήρια καὶ ἐναπετέθη εἰς νεοκατασκευασθέντα τάφον.
Ὁ θάνατος τοῦ π. Βησσαρίωνος, σκόρπισε μεγάλη λύπη μέσα στὸ μοναστῆρι μας.
Ὅλοι μας τὸν ἀναζητούσαμε παντοῦ.
Στενοχωρημένοι κι᾿ ἀμίλητοι, πηγαίναμε στὰ διακονήματά μας, χωρὶς νὰ φεύγει οὔτε στιγμὴ ἀπὸ τὸν νοῦ μας, ὁ καλός μας Παπούλης.
- Μιὰ μέρα, πρὶν τὸ σαρανταήμερο μνημόσυνο, μπῆκα στὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ καθολικοῦ ἀπὸ τὴ νοτία πύλη καὶ βλέποντας πρὸς τὸ μέρος τῆς Ἁγίας Τραπέζης, εἶδα στὸ ἀπέναντι παρεκκλήσιον τὸν π. Βησσαρίωνα ὁλοζώντανον.
Ἀγαλίασε ἡ ψυχή μου.
«Πάτερ μου», φώναξα, καὶ κινήθηκα πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, γιὰ νὰ πάω σιμά του. Ὅταν ἔφτασα, ὁ Παπούλης δὲν ἦταν ἐκεῖ!
- Μιὰ ἄλλη μέρα, ὁ Νίκος ποὺ εἶναι δόκιμος στὸ μοναστῆρι μας, μπῆκε στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ὅπου καὶ τὸ ἐξομολογητήριο ποὺ ἐξομολογοῦσε ὁ Γέροντας, καὶ εἶδε πάνω στὴνη καρέκλα του ἕνα λευκὸ περιστέρι.
Ἅπλωσε καὶ τὸ πῆρε στὰ χέρια του, χωρὶς αὐτὸ νὰ ταραχθεῖ καθόλου. Τὸ φίλησε στὸ κεφάλι καὶ βγῆκε ἔξω νὰ τὸ ἐλευθερώσει. Τὸ περιστέρι χάθηκε ἀπὸ τὰ χέρια του, χωρὶς νὰ ἀκουστεῖ τὸ φτερούγισμά του.
Πήγαμε στὸν Γέροντα Γερμανὸ καὶ τοῦ τὄπαμε, κι᾿ αὐτὸς μᾶς εἶπε, πὼς ἦταν ἡ ψυχὴ τοῦ Παπούλη.
Ὁ τάφος τοῦ π. Βησσαρίωνα, ἔγινε προέκταση τοῦ ἱεροῦ ναοῦ μας. Μετὰ τὴν πρωϊνὴ ἀκολουθία πηγαίναμε κάτω στὸν τάφο. Ἀνάβαμε τὸ καντηλάκι του, θυμιάζαμε καὶ προσευχόμασταν.
Ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν ἐν ζωῇ, εἴχαμε τὴν βεβαιότητα ὅτι ὁ π. Βησσαρίων εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ κι᾿ αὐτὴ ἡ βεβαιότητα μετὰ τὸν θάνατό του, ἐνισχύονταν μέσα μας μέρα μὲ τὴν μέρα πιὸ πολύ. Γονατίζαμε μπροστὰ στὸ τάφο του μὲ μεγάλο σεβασμὸ καὶ τὸν ἀσπαζόμασταν, ὅπως τὶς ἅγιες εἰκόνες.
Μιλούσαμε στοὺς ἐπισκέπτες γιὰ τὸν π. Βησσαρίωνα καὶ τὴ ζωή του, καὶ τοὺς προτρέπαμε νὰ πᾶνε στὸν τάφο του.
«Νὰ πᾶτε καὶ κάτω στὰ βαπτιστήρια, ἐκεῖ εἶναι ὁ τάφος ἑνὸς ἁγίου, νὰ τὸν προσκυνήσετε».
Χιλιάδες ἄνθρωποι αὐτὰ τὰ χρόνια κατέβηκαν στὸν τάφο καὶ κάποιοι ἀπ᾿ αὐτούς, ἄφηναν καὶ ἀφιερώματα. Σταυρούς, ἀλυσίδες, κ.ἄ. Αὐτὰ φυλάσσονται σήμερα σὲ εἰδικὴ προθήκη, ποὺ βρίσκεται πίσω ἀπὸ τὴν λάρνακα τοῦ ὁσίου.
Ὑπῆρξαν καὶ αὐτοί, ποὺ μᾶς μίλησαν γιὰ θαυμαστὰ πράγματα.
- Ἕνας ἱερέας ἀνέβηκε στὸ μοναστῆρι μὲ κάποιους συγγενεῖς του. Προσκύνησαν τὴν Παναγία καὶ τὸν Ὅσιο Ἀγάθωνα καὶ μετὰ κατέβηκαν στὸν τάφο. Ἐκεῖ ὁ καλὸς ἱερέας θέλησε νὰ διαβάσει ἕνα τρισάγιο στὸν Παπούλη. Φόρεσε τὸ πετραχῆλι, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶδε πὼς εἶχαν σωθεῖ τὰ καρβουνάκια εἶπε:
«Πάτερ, συγχώρεσέ με ποὺ θὰ διαβάσω χωρὶς θυμίαμα».
Ἄρχισε τὸ τρισάγιο καὶ ὅταν ἔψαλλε τὸ «μετὰ πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων...», ὁ τάφος τοῦ Γέροντα μοσχοβόλησε ἀπὸ μόνος του!
Εἰς τὸν τάφον, τὸ σῶμα τοῦ π. Βησσαρίωνα, ἔμεινε 15 χρόνια, 1 μήνα καὶ 9 ἡμέρες.
Ποτὲ δὲν πέρασε ἀπ᾿ τὸ μυαλό μας ἡ σκέψη γιὰ ἐκταφή του. Ἀντιθέτως, βλέποντας τὶς ἐκδηλώσεις σεβασμοῦ καὶ τιμῆς τόσων ἀνθρώπων πρὸς τὸν τάφον τοῦ Γέροντος, σκεπτόμασταν αὐτὸ τὸ χῶρο, μέσα στὸν ὁποῖον ἦταν ὁ τάφος, νὰ τὸν μεγαλώσουμε καὶ νὰ τὸν μετατρέψουμε σὲ μικρὸ ναό.
Ὅμως ὅταν ἦλθε ὁ καιρὸς ἐκτελέσεως τῶν ἔργων ἀντιστηρίξεως τῆς Ἱ. Μονῆς εἰς τὴν ἀνατολικὴν πλευρά της, λόγῳ τῶν κατολισθητικῶν φαινομένων ποὺ παρουσιάζονταν στὸ ἔδαφός της, ὅπου καὶ ὁ τάφος τοῦ π. Βησσαρίωνα, οἱ ὑπηρεσίες τῆς Νομαρχίας Φθιώτιδος μᾶς ὑπέδειξαν πὼς γιὰ νὰ γίνει ἡ ἀντιστήριξη τοῦ μοναστηριοῦ μὲ τρόπο σωστὸ καὶ σίγουρο, θὰ πρέπει νὰ κατεδαφιστοῦν τὰ κτίρια ποὺ βρίσκονταν πίσω ἀπ᾿ τὸν Ἱ. Ναό, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα ἦταν καὶ τὰ βαπτιστήρια μὲ τὸν τάφο τοῦ Γέροντα.
Ἀρχικὰ ἀντιδράσαμε, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπαρκῇ ἐξήγηση καὶ ἐπιμονὴ τῶν ἁρμοδίων μηχανικῶν, πεισθήκαμε πὼς ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνει καὶ ζητήσαμε πρὸς τοῦτο τὴν ἔγκρισιν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας.
Θὰ κάναμε λοιπὸν τὴν ἐκταφὴ τοῦ π. Βησσαρίωνος. Μεγάλο γεγονὸς γιὰ τὸ μοναστῆρι μας καὶ ἔπρεπε νὰ προετοιμασθοῦμε.
Πήγαμε στὴ Μακρακώμη σ᾿ ἕνα γνωστό μας ξυλουργὸ καὶ τὸν παρακαλέσαμε νὰ φτιάξει ἕνα κιβώτιο ἀπ᾿ τὸ καλλίτερο ξύλο ποὺ εἶχε, γιὰ νὰ βάλουμε μέσα τὰ ὀστᾶ τοῦ π. Βησσαρίωνα. Ὁ ξυλουργός, χάρηκε ἰδιαίτερα ποὺ ἀξιωνόταν αὐτὸς νὰ φτιάξει τὸ κιβώτιο τοῦ Γέροντα, τὸν ὁποῖο ἐσέβετο παιδιόθεν.
Κάποια μέρα ἐνῶ κατεσκεύαζε τὸ κιβώτιο, μπῆκε στὸ ξυλουργεῖο του ἕνας ἐκ τῶν ἱερέων τῆς πόλεως.
«Τί κάνεις ἐκεῖ»; Ρώτησε τὸν ξυλουργό.
«Φτιάχνω τὸ κιβώτιο, στὸ ὁποῖο θὰ βάλουν τὰ ὀστᾶ τοῦ π. Βησσαρίωνα», τοῦ εἶπε μὲ χαρά.
«Ἄδικα παιδεύεσαι», τοῦ ἀπάντησε ὁ ἱερεύς.
«Ὁ π. Βησσαρίων θὰ χρειασθεῖ Λάρνακα»!
Κρατᾶμε τὸ κιβώτιο στὸ μοναστῆρι, ἀφοῦ ὁ καλὸς Θεός μας, δικαίωσε τὴν πίστη τοῦ καλοῦ Μακρακωμίτη Ἱερέα.
Περιμέναμε μιὰ καλὴ μέρα, γιατὶ ἔκανε πολὺ κρύο, γιὰ νὰ κάνουμε τὴν ἐκταφή.
Ἡ καλὴ μέρα ἦταν ἡ 3η Μαρτίου τοῦ 2006. Μιὰ ἠλιόλουστη μέρα, πραγματικὰ λαμπρή, ποὺ ἔμελλε νὰ γίνει γιὰ τὸ μοναστῆρι μας, ἀκόμα λαμπρότερη.
Κάναμε τὴν πρωϊνή μας ἀκολουθία καὶ μετὰ πήγαμε στὸ ἀρχονταρίκι. Μόλις βγῆκε ὁ ἥλιος, σηκωθήκαμε καὶ ξεκινήσαμε γιὰ τὴν ἐκταφή.
«Πατέρες καὶ ἀδελφοί, τοὺς εἶπα.
Πορευόμεθα πρὸς τὸν τάφον τοῦ Γέροντος, ὡς εἰς Ἅγιον»!
Κατεβήκαμε στὸν τάφο, διαβάσαμε τὸ τρισάγιο καὶ ἕνας-ἕνας προσκυνούσαμε καὶ φιλούσαμε τὸν τάφον. Μὲ ἕνα «κασμᾶ», ἀρχίσανε τὰ παιδιὰ νὰ ἀφαιροῦν τούβλα ἀπὸ τὴν πρόσθια πλευρὰ τοῦ τάφου. Ὅταν βγῆκαν τὰ πρῶτα τούβλα, εἴδαμε μέσα τὸ φέρετρο τοῦ π. Βησσαρίωνος «ἄφθαρτο», καὶ ἐντυπωσιαστήκαμε. Μιὰ εὐωδία ἁπλώθηκε σ᾿ ὅλο τὸ χῶρο. Κι᾿ αὐτὴ ἡ εὐωδία παρέμεινε στὸ τάφο καὶ τὴν αἰσθάνθηκαν χιλιάδες προσκυνητὲς ποὺ ἦρθαν νὰ προσκυνήσουν τὸν Γέροντα.
Σιγὰ-σιγὰ βγάλαμε τὸ φέρετρο ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο καὶ κλειστὸ ὅπως ἦταν, τὸ μεταφέραμε στὸ νέο νεκροταφεῖο τῆς μονῆς, γιὰ νὰ μπορέσουμε ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο, νὰ συλλέξουμε τὰ ὀστᾶ τοῦ Γέροντα.
Σηκώνοντας τὸ σκέπασμα τοῦ φερέτρου, εἴδαμε πὼς τὸ σάβανο τοῦ Παπούλη ἦταν ἄθικτο, καινούργιο, ὅπως τὸ βάλανε οἱ πατέρες, τότε στὴ ταφή!
Μὲ προσοχὴ ἀφαιρέσαμε τὸ σάβανο καὶ τὸν ἀέρα ποὺ σκέπαζε τὸ πρόσωπό του καὶ τότε εἴδαμε τὸ σῶμα τοῦ Γέροντα ὁλόκληρον, ἄφθαρτον καὶ εὐωδιάζον! Θεέ μου, αὐτὸ ποὺ νοιώσαμε ἐκείνη τὴν στιγμὴ δὲν περιγράφεται μὲ λόγια. Τὸ κορμί μας ἔτρεμε ὁλόκληρο, τὰ γόνατά μας λύγισαν ἀπὸ μόνα τους. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια, προσκυνήσαμε τὸ ἱερὸ σκήνωμα, μὲ ἔκδηλη τὴ χαρὰ στὰ πρόσωπά μας.
Σηκώσαμε ἐν συνεχείᾳ τὸ φέρετρο καὶ τὸ βάλαμε μέσα στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ κοιμητηρίου, μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη.
Ἔσπευσα καὶ τηλεφώνησα στὸν Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας, γιὰ νὰ τοῦ ἀναγγείλω τὴν μεγάλη εἴδηση.
Ὁ Δεσπότης μας, συγκλονισμένος ἀπὸ τὴν εἴδηση, ἔφθασε πολὺ γρήγορα στὸ μοναστῆρι μας. Βαθύτατα συγκινημένος προσκύνησε τὸ σκήνωμα τοῦ Γέροντα καὶ διάβασε τρισάγιον.
Μὲ ἐντολή του, μεταφέραμε τὸ φέρετρομ εἰς τὸν ἱερὸν ναὸν τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στὸ σκευοφυλάκειο τῆς μονῆς, πρὸς προσωρινὴν φύλαξίν του.
Ὁ Μητροπολίτης μας μὲ σύνεση καὶ σωφροσύνη, χειρίστηκε τὸ μεγάλο αὐτὸ γεγονός, ἀποσπάσας καὶ δικαίως τὸν ὑπὸ πάντων ἔπαινον!
Ἐνημέρωσε μὲ ἐμπεριστατωμένην ἔκθεσίν του, τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ὀνόμασε τὸ γεγονὸς αὐτό, «Σημεῖον τοῦ Θεοῦ».
Ὁ Δεσπότης μας, λίγες μέρες πρὶν τὴν γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἀνακοίνωσε στοὺς χριστιανοὺς τὴν μεγάλη εἴδηση ἡ ὁποία ὅπως ἦταν φυσικό, συγκλόνισε τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα καὶ διὰ τῶν Μ.Μ.Ε., ἔφτασε στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης.
Ἐπὶ δύο μῆνες, τηλεοράσεις καὶ ραδιόφωνα, εἶχαν ὡς κύριο θέμα συζητήσεώς των, τὸ παράδοξο αὐτὸ γεγονός, ποὺ συνέβηκε στὸ μοναστῆρι τοῦ ὁσίου Ἀγάθωνα.
Εἰπώθηκαν πολλὰ θετικά, ἀκούστηκαν καὶ ἀσέβειες. Ὁ καθένας βλέπετε, χρεώνεται μὲ τὰ λόγια του.
Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός, συγκλόνισε ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Τὸ ὄνομα τοῦ ταπεινοῦ Ἀγαθωνίτη Γέροντα, ἔγινε παγκόσμιο ἄκουσμα. Καὶ ἡ βραχνὴ-ἀδύναμη φωνούλα του, «παγκόσμια φωνή».
Τὸ σκήνωμα τοῦ Γέροντα τοποθετήθηκε, σὲ παρεκκλήσιο τοῦ Καθολικοῦ, ὅπου παραμένει μέχρι σήμερα, δεχόμενο τὸν σεβασμὸ τῶν πιστῶν.
Πολλὰ γράμματα ἔφτασαν στὸ μοναστῆρι μας, ἐξιστοροῦντα θαύματα ποὺ ἔκανε καὶ κάμνει, ὁ π. Βησσαρίων σὲ πολλοὺς συνανθρώπους μας!
Χριστιανοὶ ἀπ᾿ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, καὶ ὄχι μόνον, ἦλθαν στὸ μοναστῆρι τοῦ Ἀγάθωνα γιὰ νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ ἀποθέσουν τὸ σεβασμό τους στὸ σκήνωμα τοῦ π. Βησσαρίωνα.
Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἡγούμενοι καὶ Γερόντισσες μοναστηριῶν μὲ τὶς συνοδείες τους, Ἱερεῖς καὶ Μοναχοὶ ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικό. Κύπριοι, Ἱεροσολυμῖτες, Ρῶσοι, Σέρβοι, Ρουμάνοι, Βούλγαροι καὶ ἄλλοι πατέρες ἦρθαν νὰ προσκυνήσουν τὸν ταπεινὸ ἐργάτη τοῦ «Κυριακοῦ Ἀμπελώνα».
Σεβαστό μου ἀκροατήριο!
Ὑπακούοντας στὸ κάλεσμα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἐδέσσης κ. Ἰωήλ, ἦρθα ἐδῶ σήμερα νὰ σᾶς εἰπῶ ὀλίγα ἀπ᾿ ὅσα εἶδα καὶ ἔζησα εἴκοσι σχεδὸν χρόνια κοντὰ στὸν Γέροντα Βησσαρίωνα, στὸ μοναστῆρι τοῦ Ὁσίου Ἀγάθωνος.
Νοιώθω ὅμως, πὼς δὲν σᾶς εἶπα τίποτα καὶ αἰσθάνομαι ἀμηχανία γιαυτό. Θέλω νὰ μὲ πιστέψετε, πὼς ἀδυνατῶ ἐγὼ ὁ μικρὸς καὶ ἄσημος νὰ προσεγγίσω τὸ ἀσύληπτο μέγεθος τῆς προσωπικότητας τοῦ π. Βησσαρίωνα.
Δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει ἀνθρώπινο μυαλό, τὸ ἔργο ποὺ ἔκανε ὁ π. Βησσαρίων χωρὶς σταματημὸ σ᾿ ὅλη του τὴ ζωή. Ζοῦσε μόνο γιὰ τοὺς πάσχοντες συνανθρώπους του.
Ἂν γιὰ μιὰ ψυχὴ ποὺ ἐπιστρέφει στὸ Θεό, γίνεται μεγάλη χαρὰ στοὺς οὐρανούς, πόση χαρὰ ἀλήθεια σκόρπισε στὰ οὐράνια, ὁ εὐλογημένος Γέροντας, μὲ τὶς ἀμέτρητες ψυχὲς ποὺ ἔστειλε μὲ τὸ πετραχῆλι του στὸν παράδεισο!
«Γίνε, παιδί μου μοναχός, μοὔλεγε πολλὲς φορές, καὶ θὰ δεῖς τί ἔχει ὁ π. Βησσαρίων γιὰ σένα».
Ἐγὼ σὰν παιδὶ τότε, νόμιζα πὼς ἴσως ἔχει φυλαγμένες Ἱερατικὲς στολὲς καὶ Σταυροὺς νὰ μοῦ δώσει.
Ποτὲ ὅμως, δὲν εἶχα φανταστεῖ, πὼς θὰ χάριζε στὸ εὐλογημένο μοναστῆρι μας, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς ταπεινῆς μου Ἡγουμενίας, τὸ ἴδιο του τὸ ἱερὸ σκήνωμα, ὁλόκληρον, ἄφθαρτον καὶ εὐωδιάζον, ὡς θησαύρισμα μέγιστον καὶ παντοτινὴ εὐλογία.
Ἀδελφοί μου,
Ἂς γονατίσουμε νοερὰ μπροστὰ στὸ σκήνωμα τοῦ π. Βησσαρίωνα, γιὰ νὰ ἀποθέσουμε τὸν σεβασμό μας καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουμε νὰ πρεσβεύει γιὰ τὰ σπίτια μας, τὴ κοινωνία μας καὶ τὴν πατρίδα μας, ποὺ δεινῶς χειμάζονται στοὺς ἔσχατους καιρούς. Καὶ νὰ εἴμαστε βέβαιοι, πὼς ὁ καλὸς Παπούλης μας, θὰ ἀκούσει τὶς προσευχές μας.
Σᾶς εὐχαριστῶ!
Πηγή: http://www.imepa.gr/esoterika/drastiriotites/1monastikiimerida/Eisigisisperilipsis/p.Damaskinos.htm
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)